- γυναικοδουλεία
- ηδουλεία τών γυναικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + δουλείαΗ λ. μαρτυρείται στον Ικέσιο Λάτρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναικοδουλειά — η 1. δουλειά που γίνεται από γυναίκες: Πολλοί άντρες δεν ασχολούνται με το σιδέρωμα γιατί το θεωρούν γυναικοδουλειά. 2. ερωτοδουλειά: Χώρισαν γιατί ήταν στη μέση γυναικοδουλειά. 3. στον πληθ., γυναικοδουλειές πράξεις και φερσίματα που ταιριάζουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναικοδουλειά — η 1. εργασία που ταιριάζει σε γυναίκες, τα οικιακά 2. ερωτική περιπέτεια, ερωτοδουλειά 3. πληθ. οι γυναικοδουλειές μικροπρέπειες ή κακολογίες που ταιριάζουν σε αναξιοπρεπείς γυναίκες … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek